Μουσείο, Αρχαιολογικό Μεγαλόπολης

Μουσείο, Αρχαιολογικό Μεγαλόπολης
Οι συνεχιζόμενες ανασκαφές στη Μεγαλόπολη έχουν φέρει στο φως σημαντικά οικοδομήματα στις δύο όχθες του ποταμού Ελισσώνα, μεταξύ των οποίων και το μεγαλύτερο αρχαίο θέατρο της Πελοποννήσου. Τα περισσότερα κινητά ευρήματα έχουν μεταφερθεί στο Μουσείο της Τρίπολης. Στη μικρή Αρχαιολογική Συλλογή Μεγαλόπολης στεγάζονται γλυπτά, κεραμική και επιγραφές των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων, όπως το άγαλμα της Αφροδίτης που κρατά ένα μεγάλο κοχύλι και ένας ακέφαλος γυναικείος κορμός με χιτώνα και ιμάτιο. Στο μέλλον προγραμματίζεται η μεταστέγαση των ευρημάτων στο κτίριο του παλαιού Γηροκομείου, όπου θα οργανωθεί ένα αρχαιολογικό μουσείο με ευρήματα από όλες τις ιστορικές φάσεις της πόλης, η οποία χτίστηκε από το στρατηγό Επαμεινώνδα, μετά τη νίκη των Θηβαίων κατά των Σπαρτιατών στη μάχη των Λεύκτρων, το 371 π.Χ., και καταστράφηκε το 222 π.Χ., από το βασιλιά της Σπάρτης Κλεομένη Γ΄. Αν και η πόλη εξακολούθησε να κατοικείται έως και τα ρωμαϊκά χρόνια, δεν κατάφερε ποτέ να ανακτήσει τη χαμένη της αίγλη. Άγαλμα της Αφροδίτης που κρατά κοχύλι, έργο των ρωμαϊκών χρόνων (Αρχαιολογικό Μουσείο Μεγαλόπολης).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… …   Dictionary of Greek

  • δερβένι — I Αρχαιολογικός χώρος κοντά στη Θεσσαλονίκη, στη συμβολή των οδών Καβάλας Θεσσαλονίκης και Σερρών Θεσσαλονίκης. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας είχε ανακαλυφθεί εκεί ένας διθάλαμος μακεδονικός τάφος. Κοντά σε αυτόν βρέθηκε και ένας μικρότερος, το… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόπολη — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 430 μ., 5.114 κάτ.), του νομού Αρκαδίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένη κοντά στα ερείπια της ομώνυμης αρχαίας πόλης, η Μ. είναι η μεγαλύτερη κωμόπολη του νομού Αρκαδίας και μεταξύ 1961 και 1971 παρουσίασε τη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”